- έλανος
- ο (Α ἔλανος)γένος αρπακτικών πτηνών τής οικογένειας τών φαλκονιδώναρχ.(κατά τον Ησύχ.) «ἰκτῑνος» — είδος γερακιού, περδικογέρακο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σμυρνόμελαν — και ζμυρνόμελαν, έλανος, και σμυρνομελάνιον και σμυρνομέλανον, τὸ, Α παρασκεύασμα από μίγμα μελανιού και σμύρνας το οποίο χρησιμοποιούσαν στη μαγική. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμύρνα / ζμύρνα + μέλαν (τὸ) «γραφική μελάνη»] … Dictionary of Greek
Melanoi — ‖ Melanoi, n. pl. Anthropology. [Intended as mod.L.; formed irregularly by transliteration of Gr. µελανοί, pl. of µελανός, var. of µέλας black.] Huxley s name for the black haired and dark complexioned division of his class Leiotrichi or smooth… … Useful english dictionary